- μιλτοπάρῃος
- μιλτοπάρῃοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιλτοπάρηος — μιλτοπάρηος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ερυθρές παρειές, κόκκινα μάγουλα 2. (για πλοίο) αυτός που είναι βαμμένος και στις δύο πλευρές τής πρύμνης και τής πρώρας με μίλτο («τῷ δ ἅμα νῆες ἕποντο δυώδεκα μιλτοπάρῃοι», Ομ. Ιλ.) 3. αυτός που έχει το… … Dictionary of Greek
μιλτοπάρηος — red cheeked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιλτοπάρῃον — μιλτοπάρῃος masc/fem acc sg μιλτοπάρῃος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιλτοπαρῄους — μιλτοπάρῃος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιλτοπαρῄων — μιλτοπάρῃος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιλτοπαρῄῳ — μιλτοπάρῃος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιλτοπαρήιος — μιλτοπάρῃος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιλτοπαρήῳ — μιλτοπάρηος red cheeked masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιλτοπάρῃε — μιλτοπάρῃος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιλτοπάρῃοι — μιλτοπάρῃος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)